- ἀργιβόειος
- ἀργῐ-βόειος, ον,A with white kine, of Euboea, Poet. ap. Ael.NA12.36 (ἀργίβοιος Lobeck).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αργιβόειος — ἀργιβόειος, η (Α) αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας). [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αργι- — με τη μορφή αργι εμφανίζεται ως α συνθετικό αρχαίων σύνθετων λέξεων το ομηρ. επίθετο αργός* (Ι), κυρίως με τη σημασία «στιλπνός, λαμπρός» (πρβλ. αργικέραυνος) αλλά και με τη σημασία «ταχύς, γρήγορος» (πρβλ. αργίπους). Εντύπωση στη σύνθεση… … Dictionary of Greek